- τεπές
- ο1) верхушка; верх; 2) тулья (шляпы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεπές — ο, Ν 1. ύψωμα, κορυφή 2. θολοειδής κορυφή σε φέσι ή σε καπέλο 3. (κατ επέκτ.) θολωτή στέγη κτίσματος 4. δεύτερο συνθετικό διαφόρων τοπωνυμίων κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tepe] … Dictionary of Greek
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek
καλόττα — και καλότα, η 1. κάλυμμα τής κεφαλής, σκουφί 2. (ειδ.) το μικρό κόκκινο σκουφί τών ρωμαιοκαθολικών ιερέων 3. το κύριο τμήμα τού γυναικείου καπέλου που περιβάλλει την κεφαλή, σε αντιδιαστολή προς τον γύρο, κν. τεπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calotte] … Dictionary of Greek
τεπελίκι — το, Ν [τεπές] μεταλλική πλάκα (παλ. λ.) ή διακοσμητικό κέντημα στην επιφάνεια καπέλου … Dictionary of Greek